- δεκαρχία
- δεκαρχίᾱ , δεκαρχίαfem nom/voc/acc dualδεκαρχίᾱ , δεκαρχίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκαρχία — η (AM δεκαρχία) [δεκάρχης] αρχή αποτελούμενη από δέκα άνδρες νεοελλ. 1. το αξίωμα τού δεκάρχου 2. ομάδα δέκα ανδρών μσν. ομάδα δέκα στρατιωτών αρχ. (στη Ρώμη) η δεκανδρία … Dictionary of Greek
δεκαρχίας — δεκαρχίᾱς , δεκαρχία fem acc pl δεκαρχίᾱς , δεκαρχία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαρχίαι — δεκαρχία fem nom/voc pl δεκαρχίᾱͅ , δεκαρχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαρχίαν — δεκαρχίᾱν , δεκαρχία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαρχιῶν — δεκαρχία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαρχίαις — δεκαρχία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκανέας — και δεκανεύς, ο ο κατώτερος υπαξιωματικός τής στρατιωτικής ιεραρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. δεκανός < δεκαν ία «δεκαρχία» < λατ. decānus «δεκάρχης». Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
Βιργινία — I (Virginia, 463 – 448 π.Χ.). Ρωμαία παρθένα, κόρη του εκατόνταρχου Βιργίνιου. Την αγάπησε ο Άπιος Κλαύδιος, ένας από τους δέκαρχους, άνθρωπος ακόλαστος και αλαζονικός. Αφού επιχείρησε να την κατακτήσει, σοφίστηκε το ακόλουθο τέχνασμα: Έβαλε έναν … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek